πιάτσα

πιάτσα
η, Ν
1. η πλατεία
2. αγορά, παζάρι, ευρύχωρος χώρος όπου οι πωλητές εκθέτουν για πούλημα διάφορα είδη
3. η χρηματιστηριακή αγορά («η πιάτσα σήμερα είναι χαλαρωμένη» — παρατηρείται πτώση τών τιμών, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση)
4. φρ. α) «πιάτσα ταξί» — χώρος στάθμευσης και αναμονής ταξί
β) «άνθρωπος τής πιάτσας» — άνθρωπος που συχνάζει στην αγορά, άνθρωπος τού εμπορίου και τών συναλλαγών
γ) «βγάζω στην πιάτσα» i) εκθέτω κάτι για πούλημα στην αγορά
ii) (σχετικά με γυναίκα) κάνω αγοραία, κάνω τού δρόμου, εκδίδω
δ) «βγαίνω στην πιάτσα»
(για γυναίκα) γίνομαι αγοραία, τού δρόμου, εκδίδομαι
ε) «κάνω πιάτσα»
(για οδηγούς αυτοκινήτων) συχνάζω, σταθμεύω, έχω ως συνηθισμένο τόπο παραμονής τού αυτοκινήτου, έχω στέκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piazza < λατ. platea «πλατεία» < πλατεία, θηλ. τού επιθ. πλατύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιάτσα — η (λ. ιταλ.) 1. πλατεία, χώρος δημόσιος: Πάμε μια βόλτα ως την πιάτσα. 2. γενικά η αγορά: Γνωρίζω καλά την πιάτσα και δε με γελάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πιάτσα Αρμερίνα — (Piazza Armerina). Οικισμός στα N της πόλης Ένα, στην περιοχή της Σικελίας. Σώζονται μνημεία μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής και ανάμεσα τους ένας καθεδρικός ναός. Από ανασκαφές που έγιναν στη δεκαετία του 1930 στην περιοχή, ανακαλύφθηκαν υπολείμματα… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • σιένα — (Siena). Πόλη (57 745 κάτ.) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3821 τ. χλμ.), στην Τοσκάνη, από τις πλουσιότερες της χώρας σε καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Στα τείχη που την περιβάλλουν σώζονται άθικτες σχεδόν οι αρχαίες πύλες. Αν και από …   Dictionary of Greek

  • Άσκολι Πιτσένο — (Ascolli Piceno). Πόλη (50.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Άσκολουμ (Ascolum), που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής ιστορίας από το 91 έως το 89 π.Χ., κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • Βιτόνε, Μπερνάρντο — (Bernardo Vittone, Τορίνο 1702; – 1770).Ιταλός αρχιτέκτονας. Υπήρξε ίσως ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του νεογκουαρινικού ροκοκό, με γόνιμη επίδραση στην ιταλική αρχιτεκτονική της εποχής του. Το στιλ του χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αίσθηση των… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”